στωμυλία

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στωμῠλία Medium diacritics: στωμυλία Low diacritics: στωμυλία Capitals: ΣΤΩΜΥΛΙΑ
Transliteration A: stōmylía Transliteration B: stōmylia Transliteration C: stomylia Beta Code: stwmuli/a

English (LSJ)

ἡ, wordiness, Ar.Ra.1069, Plb.9.20.6; persiflage, small talk, AP7.222 (Phld.); σ. Ἀττική Stesimbr.4 J.

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: στωμύλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στωμυλία -ας, ἡ [στωμύλος] praatzucht, het babbelen.

Russian (Dvoretsky)

στωμῠλία: ион. στωμῠλίη ἡ болтливость, словоохотливость Arph., Polyb., Plut., Anth.

Greek Monolingual

η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.

Greek Monotonic

στωμῠλία: ἡ, πολυλογία, ομιλία για ασήμαντα πράγματα, φλυαρία, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

στωμῠλία: ἡ, εὐτραπελολογία, πολυλογία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· ὁμιλία ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, φληνάφημα, μωρολογία, Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.

Middle Liddell

στωμῠλία, ἡ,
wordiness, Ar.: small talk, Anth.