στεάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_2)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεάζω''': [[παχύνω]], Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''στεάζω''': [[παχύνω]], Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{grml
|mltxt=Μ [[στέαρ]]<br />[[παχύνω]], [[καθιστώ]] παχύτερο κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεάζω Medium diacritics: στεάζω Low diacritics: στεάζω Capitals: ΣΤΕΑΖΩ
Transliteration A: steázō Transliteration B: steazō Transliteration C: steazo Beta Code: stea/zw

English (LSJ)

   A fatten, Al.Ps.19(20).4.

Greek (Liddell-Scott)

στεάζω: παχύνω, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

Μ στέαρ
παχύνω, καθιστώ παχύτερο κάποιον ή κάτι.