στεάζω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: στεάζω | Medium diacritics: στεάζω | Low diacritics: στεάζω | Capitals: ΣΤΕΑΖΩ |
Transliteration A: steázō | Transliteration B: steazō | Transliteration C: steazo | Beta Code: stea/zw |
fatten, Al.Ps.19(20).4.
στεάζω: παχύνω, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.
Μ στέαρ
παχύνω, καθιστώ παχύτερο κάποιον ή κάτι.