ἑσπερίζω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_3)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑσπερίζω''': [[τρώγω]] τὸ ἑσπερινὸν [[φαγητόν]], δειπνῶ, ἢ [[διέρχομαι]] τὴν ἑσπέραν μετά τινος, ἤρχοντο οὖν οἱ ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ’ αὐτῶν (ἑσπέριζον = ἡσπέριζον) Δωρόθ. 1741C.
|lstext='''ἑσπερίζω''': [[τρώγω]] τὸ ἑσπερινὸν [[φαγητόν]], δειπνῶ, ἢ [[διέρχομαι]] τὴν ἑσπέραν μετά τινος, ἤρχοντο οὖν οἱ ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ’ αὐτῶν (ἑσπέριζον = ἡσπέριζον) Δωρόθ. 1741C.
}}
{{pape
|ptext=<i>zu [[Abend]] [[essen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερίζω: τρώγω τὸ ἑσπερινὸν φαγητόν, δειπνῶ, ἢ διέρχομαι τὴν ἑσπέραν μετά τινος, ἤρχοντο οὖν οἱ ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ’ αὐτῶν (ἑσπέριζον = ἡσπέριζον) Δωρόθ. 1741C.

German (Pape)

zu Abend essen, Sp.