ἐνσπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_2)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσπειράομαι''': [[σπειράομαι]] ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς [[μέρος]] τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.
|lstext='''ἐνσπειράομαι''': [[σπειράομαι]] ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς [[μέρος]] τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo perf.]<br />[[estar enrollado en]] c. dat. πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων S.E.<i>M</i>.7.410<br /><b class="num">•</b>fig. [[estar oculto, agazapado]] οἶμαι ... οὐδεμία κηλὶς ... τοῖς ἔπεσιν ἐνεσπείρηται no creo que ninguna inmoralidad se oculte en sus palabras</i> Heraclit.<i>All</i>.2.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσπειράομαι Medium diacritics: ἐνσπειράομαι Low diacritics: ενσπειράομαι Capitals: ΕΝΣΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: enspeiráomai Transliteration B: enspeiraomai Transliteration C: enspeiraomai Beta Code: e)nspeira/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be coiled up in, φωλεῷ S.E.M.7.410: metaph., to be involved, wrapped up in, ἔπεσιν Heraclit.All.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπειράομαι: σπειράομαι ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς μέρος τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf.]
estar enrollado en c. dat. πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων S.E.M.7.410
fig. estar oculto, agazapado οἶμαι ... οὐδεμία κηλὶς ... τοῖς ἔπεσιν ἐνεσπείρηται no creo que ninguna inmoralidad se oculte en sus palabras Heraclit.All.2.