καταξενόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706.
|lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> κατεξενωμένος;<br />recevoir comme un hôte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξενόω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.

Greek (Liddell-Scott)

καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. κατεξενωμένος;
recevoir comme un hôte.
Étymologie: κατά, ξενόω.