ὑποσαρκίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_3)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσαρκίδιος''': [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.
|lstext='''ὑποσαρκίδιος''': [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[δέρμα]] ή από την [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>περικνημ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσαρκίδιος Medium diacritics: ὑποσαρκίδιος Low diacritics: υποσαρκίδιος Capitals: ΥΠΟΣΑΡΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: hyposarkídios Transliteration B: hyposarkidios Transliteration C: yposarkidios Beta Code: u(posarki/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον,

   A under the flesh or skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσαρκίδιος: [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].