Τύχων: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τύχων''': [ῠ], ωνος, ὁ, ([[τύχη]]) ὁ θεὸς τῆς τύχης, ὡς Τύχη, ἡ θεά, Στράβ. 588, [[ὅστις]] φαίνεται ὅτι σχετίζει αὐτὸν πρὸς τὸν Πρίαπον, οὐδὲ γὰρ [[Ἡσίοδος]] οἶδε Πρίαπον, ἀλλ’ ἔοικε τοῖς Ἀττικοῖς Ὀρθάνῃ καὶ κονισάλῳ καὶ Τύχωνι καὶ τοῖς τοιούτοις Διόδ. 4. 6· [[ὅθεν]] τινὲς παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τεύχω]], ὁ ποιῶν, δημιουργῶν, πρβλ. Wessel. ἐν τόπῳ.· - ἀλλ’ ἕτεροι σχετίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Κλήμ. Ἀλεξ. 80. Παρά τε τῷ Διοδώρῳ καὶ τῷ Κλήμεντι τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι Τύφωνα.
|lstext='''Τύχων''': [ῠ], ωνος, ὁ, ([[τύχη]]) ὁ θεὸς τῆς τύχης, ὡς Τύχη, ἡ θεά, Στράβ. 588, [[ὅστις]] φαίνεται ὅτι σχετίζει αὐτὸν πρὸς τὸν Πρίαπον, οὐδὲ γὰρ [[Ἡσίοδος]] οἶδε Πρίαπον, ἀλλ’ ἔοικε τοῖς Ἀττικοῖς Ὀρθάνῃ καὶ κονισάλῳ καὶ Τύχωνι καὶ τοῖς τοιούτοις Διόδ. 4. 6· [[ὅθεν]] τινὲς παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τεύχω]], ὁ ποιῶν, δημιουργῶν, πρβλ. Wessel. ἐν τόπῳ.· - ἀλλ’ ἕτεροι σχετίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Κλήμ. Ἀλεξ. 80. Παρά τε τῷ Διοδώρῳ καὶ τῷ Κλήμεντι τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι Τύφωνα.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Ερμού<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πριάπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- του <i>τυ</i>-<i>γ</i>-[[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> [[Σόλων]])].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τύχων Medium diacritics: Τύχων Low diacritics: Τύχων Capitals: ΤΥΧΩΝ
Transliteration A: Týchōn Transliteration B: Tychōn Transliteration C: Tychon Beta Code: *tu/xwn

English (LSJ)

[ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) a name of Hermes, Inscr.Magn.203 (iii B. C.), Hsch., Theognost.Can.33; of Priapus, D.S.4.6 (

   A v.l. Τυφῶνα) ; [Πρίαπος] ἔοικε . . Τύχωνι Str.13.1.12; defined as δαίμων περὶ τὴν Ἀφροδίτην, Choerob. in Theod.1.274 H.; he is the giver of small gifts to mortals, AP9.334 (Pers.), cf. Apolloph.1 D.    2 name of the deified lance of Alexander of Pherae, Plu.Pel.29.

Greek (Liddell-Scott)

Τύχων: [ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) ὁ θεὸς τῆς τύχης, ὡς Τύχη, ἡ θεά, Στράβ. 588, ὅστις φαίνεται ὅτι σχετίζει αὐτὸν πρὸς τὸν Πρίαπον, οὐδὲ γὰρ Ἡσίοδος οἶδε Πρίαπον, ἀλλ’ ἔοικε τοῖς Ἀττικοῖς Ὀρθάνῃ καὶ κονισάλῳ καὶ Τύχωνι καὶ τοῖς τοιούτοις Διόδ. 4. 6· ὅθεν τινὲς παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ τεύχω, ὁ ποιῶν, δημιουργῶν, πρβλ. Wessel. ἐν τόπῳ.· - ἀλλ’ ἕτεροι σχετίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Κλήμ. Ἀλεξ. 80. Παρά τε τῷ Διοδώρῳ καὶ τῷ Κλήμεντι τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι Τύφωνα.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. προσωνυμία του Ερμού
2. προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- του τυ-γ-χάνω + επίθημα -ων (πρβλ. Σόλων)].