ῥᾴτερος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6_4) |
(36) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾴτερος''': -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ῥᾴτερος''': -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ῥηΐτερος και [[ῥῄτερος]], -έρα, -ον, Α<br />(συγκρ. τ.) ευκολότερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥᾷ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτικού βαθμού]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 835] irreg. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s., u. Lob. Phryn. 402 vergleiche.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾴτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ῥᾴδιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ.) ευκολότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ + κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού].