περιειλάς: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(6_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιειλάς''': -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγορ. 50.
|lstext='''περιειλάς''': -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγορ. 50.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιείλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιειλάς Medium diacritics: περιειλάς Low diacritics: περιειλάς Capitals: ΠΕΡΙΕΙΛΑΣ
Transliteration A: perieilás Transliteration B: perieilas Transliteration C: perieilas Beta Code: perieila/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A encircling, ζῶναι Eratosth.Fr.16.3 (v.l. περιηγέες).

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, die herumgewundene, ζώνη, Eratosth. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιειλάς: -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγορ. 50.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιείλω + κατάλ. -άς].