ποτέρωθεν: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_7) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτέρωθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19. | |lstext='''ποτέρωθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από ποιον από τους δύο;<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτέρως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατέρω</i>-<i>θεν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (πότερος)
A from which of two quarters, Arist. Mete.361a25.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέρωθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από ποιον από τους δύο;
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εκατέρω-θεν)].