ἐξῃρημένως: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_7)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
|lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
}}
{{grml
|mltxt=ἐξηρημένως (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικά, υπερβολικά<br /><b>2.</b> τελικά, τελευταία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. του <i>εξηρημένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[εξαιρούμαι]]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῃρημένως Medium diacritics: ἐξῃρημένως Low diacritics: εξηρημένως Capitals: ΕΞΗΡΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: exēirēménōs Transliteration B: exērēmenōs Transliteration C: eksirimenos Beta Code: e)ch|rhme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A transcendentally, v. ἐξαιρέω.

German (Pape)

[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.

Greek Monolingual

ἐξηρημένως (Α)
επίρρ.
1. εξαιρετικά, υπερβολικά
2. τελικά, τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του εξηρημένος < εξαιρούμαι].