στραγγουριώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ. | |lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[στραγγουρία]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[στραγγουρία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from it, ib.2.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.