κορωνοποδώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
(6_7) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορωνοποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ φυτῷ [[κορωνόπους]], ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ [[σκολοπώδης]]. | |lstext='''κορωνοποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ φυτῷ [[κορωνόπους]], ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ [[σκολοπώδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορωνοποδώδης]], -ῶδες (Α) [[κορωνόπους]]<br />αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] [[ὥσπερ]] ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like crow's feet, Thphr.HP1.10.5.
Greek (Liddell-Scott)
κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.
Greek Monolingual
κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).