κορωνοποδώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορωνοποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ φυτῷ [[κορωνόπους]], ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ [[σκολοπώδης]].
|lstext='''κορωνοποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ φυτῷ [[κορωνόπους]], ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ [[σκολοπώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κορωνοποδώδης]], -ῶδες (Α) [[κορωνόπους]]<br />αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] [[ὥσπερ]] ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοποδώδης Medium diacritics: κορωνοποδώδης Low diacritics: κορωνοποδώδης Capitals: ΚΟΡΩΝΟΠΟΔΩΔΗΣ
Transliteration A: korōnopodṓdēs Transliteration B: korōnopodōdēs Transliteration C: koronopododis Beta Code: korwnopodw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like crow's feet, Thphr.HP1.10.5.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.

Greek Monolingual

κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).