σκολυμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκολῠμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5. | |lstext='''σκολῠμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκόλυμος]]<br />όμοιος με το [[φυτό]] [[σκόλυμος]] («σκολυμῶδες [[φύλλον]]», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5, cf. 9.12.2.
German (Pape)
[Seite 902] ες, von der Art, Gestalt des σκόλυμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκολῠμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκόλυμος
όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.).