σωματοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
(6_7)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοπρεπής''': -ές, ἐμπρέπων εἰς τὸ [[σῶμα]], [[κατάλληλος]] διὰ τὸ [[σῶμα]]. - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἀρ. σ. 198, 304.
|lstext='''σωμᾰτοπρεπής''': -ές, ἐμπρέπων εἰς τὸ [[σῶμα]], [[κατάλληλος]] διὰ τὸ [[σῶμα]]. - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἀρ. σ. 198, 304.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που ταιριάζει στο [[σώμα]], ο [[σχετικός]] με το [[σώμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοπρεπῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο σχετικό με το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1060] ές, für den Körper schicklich, ihm angemessen, Dionys. Areop., auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς τὸ σῶμα, κατάλληλος διὰ τὸ σῶμα. - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἀρ. σ. 198, 304.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ταιριάζει στο σώμα, ο σχετικός με το σώμα.
επίρρ...
σωματοπρεπῶς Α
κατά τρόπο σχετικό με το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο-πρεπής].