τραχηλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(6_7) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λ. δειράδες· - συνῃρ. [[τραχηλώδης]], Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873. | |lstext='''τρᾰχηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λ. δειράδες· - συνῃρ. [[τραχηλώδης]], Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />όμοιος με τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like the neck, Hsch. s.v. δειράδες.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λ. δειράδες· - συνῃρ. τραχηλώδης, Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873.
Greek Monolingual
-ές, Α
όμοιος με τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -ειδής].