τραχηλώδης
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
τραχηλῶδες, = τραχηλοειδής, Sch.Nic.Th.871.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλώδης: -ες, = τραχηλοειδής, ὅμοιος τραχήλῳ, δειράδες Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τράχηλος
τραχηλοειδής.
German (Pape)
ες, zusammengezogen = τραχηλοειδής, Schol. Nic. Th. 873.