μιαιβαδία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_9)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιαιβαδία''': ἡ, ([[μιαίνω]], [[βάδος]]) παράνομον [[βάδισμα]], [[παράνομος]] [[περίπατος]], Καισάριος 992.
|lstext='''μιαιβαδία''': ἡ, ([[μιαίνω]], [[βάδος]]) παράνομον [[βάδισμα]], [[παράνομος]] [[περίπατος]], Καισάριος 992.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιαιβαδία]], (Α)<br /><b>1.</b> παράνομο [[βάδισμα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> παράνομη [[ενέργεια]], [[παράνομος]] [[τρόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μιαι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[μιαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βαδία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάδος]] «[[οδός]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μιαιβαδία: ἡ, (μιαίνω, βάδος) παράνομον βάδισμα, παράνομος περίπατος, Καισάριος 992.

Greek Monolingual

μιαιβαδία, (Α)
1. παράνομο βάδισμα
2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -βαδία (< βάδος «οδός»)].