ἀδαημονία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδᾰημονία''': ἡ, [[ἀμάθεια]], [[ἀπειρία]], εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν [[ἄλλην]] γραφὴν ἀδαημοσύνη.
|lstext='''ἀδᾰημονία''': ἡ, [[ἀμάθεια]], [[ἀπειρία]], εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν [[ἄλλην]] γραφὴν ἀδαημοσύνη.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[ἀδαημονίη]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰημονία Medium diacritics: ἀδαημονία Low diacritics: αδαημονία Capitals: ΑΔΑΗΜΟΝΙΑ
Transliteration A: adaēmonía Transliteration B: adaēmonia Transliteration C: adaimonia Beta Code: a)dahmoni/a

English (LSJ)

Ep. ἀδαημονίη, ἡ,

   A ignorance, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ἀδαημονίη.