λυγέα: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(6_9)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυγέα''': ἡ, = [[λύγος]], «ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου λύγου καὶ τὸ λυγίζειν - λέγεται δὲ [[λυγέα]] ἰδιωτικῶς» Εὐστ. Θεσσ. σελ. 834. 39, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Γ΄, σ. 563.
|lstext='''λυγέα''': ἡ, = [[λύγος]], «ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου λύγου καὶ τὸ λυγίζειν - λέγεται δὲ [[λυγέα]] ἰδιωτικῶς» Εὐστ. Θεσσ. σελ. 834. 39, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Γ΄, σ. 563.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυγέα]], ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[λυγιά]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγέα Medium diacritics: λυγέα Low diacritics: λυγέα Capitals: ΛΥΓΕΑ
Transliteration A: lygéa Transliteration B: lygea Transliteration C: lygea Beta Code: luge/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = λύγος, Eust.834.37.

Greek (Liddell-Scott)

λυγέα: ἡ, = λύγος, «ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου λύγου καὶ τὸ λυγίζειν - λέγεται δὲ λυγέα ἰδιωτικῶς» Εὐστ. Θεσσ. σελ. 834. 39, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Γ΄, σ. 563.

Greek Monolingual

λυγέα, ἡ (Μ)
βλ. λυγιά.