λυγιά

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

η (Μ λυγέα)
λυγαριά, λυγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγ-έα < θ. λυγ- του λύγος + κατάλ. -έα με συνίζηση -ιά (πρβλ. ελέα > ελιά, ιτέα > ιτιά)].