λιποταξία: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐποταξία''': ἡ, ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τῆς τάξεως ἐν τῷ στρατῷ, [[ἀπόδρασις]], Δημ. 568. 8.
|lstext='''λῐποταξία''': ἡ, ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τῆς τάξεως ἐν τῷ στρατῷ, [[ἀπόδρασις]], Δημ. 568. 8.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποταξία]];<br />désertion d’un poste.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λιποτακτέω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποταξία Medium diacritics: λιποταξία Low diacritics: λιποταξία Capitals: ΛΙΠΟΤΑΞΙΑ
Transliteration A: lipotaxía Transliteration B: lipotaxia Transliteration C: lipotaksia Beta Code: lipotaci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A desertion, D.21.166 codd. (-ιον Cobet): metaph., διάλυσις τῶν ἐν τῷ ζῴῳ πάντων καὶ λ. συμβαίνει (after death) Anatoliusap.Theol.Ar.35.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποταξία: ἡ, ἡ ἐγκατάλειψις τῆς τάξεως ἐν τῷ στρατῷ, ἀπόδρασις, Δημ. 568. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que λειποταξία;
désertion d’un poste.
Étymologie: cf. λιποτακτέω.