ῥοδαλός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_10)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδᾰλός''': -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.
|lstext='''ῥοδᾰλός''': -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥοδαλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ρόδινο [[χρώμα]], που το [[χρώμα]] του μοιάζει με του ρόδου, [[τριανταφυλλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ομ</i>-<i>αλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδᾰλός Medium diacritics: ῥοδαλός Low diacritics: ροδαλός Capitals: ΡΟΔΑΛΟΣ
Transliteration A: rhodalós Transliteration B: rhodalos Transliteration C: rodalos Beta Code: r(odalo/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A ῥόδινος, παρειαί Opp.C.1.501.

German (Pape)

[Seite 846] = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδᾰλός: -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥοδαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με του ρόδου, τριανταφυλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα -αλός (πρβλ. ομ-αλός)].