τυπικός: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυπικός''': -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) [[τυπικός]], [[εἰκονικός]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν [[διάταγμα]], Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[βιβλίον]] ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν. | |lstext='''τυπικός''': -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) [[τυπικός]], [[εἰκονικός]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν [[διάταγμα]], Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[βιβλίον]] ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui représente, qui figure, allégorique.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type (τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv. -κῶς, νοσεῖν Ruf. ap. Orib.8.47.11. 2 typicum, = figuratum, Gloss.; τὰ τ. perh. seals on a will, PMasp.154v.20 (vi A. D.). 3 Adv. -κῶς by way of example, 1 Ep.Cor.10.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυπικός: -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) τυπικός, εἰκονικός, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα, Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. βιβλίον ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui représente, qui figure, allégorique.
Étymologie: τύπος.