Κορυβαντίς: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κορῠβαντίς''': -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[Κορύβας]], Νόνν. Δ. 2. 695. | |lstext='''Κορῠβαντίς''': -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[Κορύβας]], Νόνν. Δ. 2. 695. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Κορυβαντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />θηλ. του [[Κορύβας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, pecul. fem of Κορύβας, Nonn.D.2.695.
Greek (Liddell-Scott)
Κορῠβαντίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Κορύβας, Νόνν. Δ. 2. 695.
Greek Monolingual
Κορυβαντίς, -ίδος, ἡ (Α)
θηλ. του Κορύβας.