φυλέτις: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_12) |
(45) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡλέτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[φυλέτης]]· [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ φυλετική, ἡ φ. [[ἐκκλησία]] Διονύσ. Ἁλ. 7. 59. | |lstext='''φῡλέτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[φυλέτης]]· [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ φυλετική, ἡ φ. [[ἐκκλησία]] Διονύσ. Ἁλ. 7. 59. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φυλέτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1314] ιδος, ἡ, fem. von φυλέτης, auch statt φυλετική, z. B. ἐκκλησία φυλέτις, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; App. B. C. 3, 30.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ φυλέτης· ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ φυλετική, ἡ φ. ἐκκλησία Διονύσ. Ἁλ. 7. 59.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. φυλέτης.