αὐλακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(6_13a)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[αὖλαξ]]) ἀνοίγω αὔλακας, ἀροτριῶ, οὐ γᾶν αὐλακισμέναν ἀρῶν, παροιμ. ἐπὶ τῶν μὴ ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτά, τὰ συνήθη δηλ. καὶ πεπατημένα, Πρατίν. 3: μεταφ., «βωμὸν ἐπλήρου θρήνων καὶ κωκυτῶν, τὴν παρειὰν αὐλακίζουσα» Εὐμάθ. 213.
|lstext='''αὐλᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[αὖλαξ]]) ἀνοίγω αὔλακας, ἀροτριῶ, οὐ γᾶν αὐλακισμέναν ἀρῶν, παροιμ. ἐπὶ τῶν μὴ ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτά, τὰ συνήθη δηλ. καὶ πεπατημένα, Πρατίν. 3: μεταφ., «βωμὸν ἐπλήρου θρήνων καὶ κωκυτῶν, τὴν παρειὰν αὐλακίζουσα» Εὐμάθ. 213.
}}
{{DGE
|dgtxt=(αὐλᾰκίζω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. med. -ίσομαι <i>PFlor</i>.326.10 (II d.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[trazar surcos]], [[arar]] ἐδάφη <i>PFlor</i>.l.c., ἀρότρῳ ... γῆν Nil.M.79.989A, cf. <i>PFlor</i>.331.7 (II d.C.), <i>PMil.Vogl</i>.305.95 (II d.C.), Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.11, Eust.<i>Op</i>.139.56<br /><b class="num">•</b>en v. pas. prov. γᾶν αὐλακισμέναν ἀροῦν arar la tierra arada</i> Pratin.5.<br /><b class="num">2</b> fig. de una estrella fugaz [[surcar]], [[dejar un rastro]] εἰ ἀστὴρ εἰς τὸν οὐρανὸν διατρέχων αὐλακίζει ... κίνδυνον σημαίνει <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(3).182.4.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλᾰκίζω Medium diacritics: αὐλακίζω Low diacritics: αυλακίζω Capitals: ΑΥΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aulakízō Transliteration B: aulakizō Transliteration C: avlakizo Beta Code: au)laki/zw

English (LSJ)

—Med., fut.

   A -ίσομαι PFlor.326.10 (ii A. D.):—trace furrows on, plough, ἐδάφη PFlor. l.c.:—Pass., ib.331.7 (ii A. D.); αὐλακισμέναν ἀροῦν, prov. of doing work over again, Pratin.Lyr.3: metaph. of a shooting star leaving a trail, Cat.Cod.Astr.8(3).182.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (αὖλαξ) ἀνοίγω αὔλακας, ἀροτριῶ, οὐ γᾶν αὐλακισμέναν ἀρῶν, παροιμ. ἐπὶ τῶν μὴ ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτά, τὰ συνήθη δηλ. καὶ πεπατημένα, Πρατίν. 3: μεταφ., «βωμὸν ἐπλήρου θρήνων καὶ κωκυτῶν, τὴν παρειὰν αὐλακίζουσα» Εὐμάθ. 213.

Spanish (DGE)

(αὐλᾰκίζω)
• Morfología: [fut. med. -ίσομαι PFlor.326.10 (II d.C.)]
1 trazar surcos, arar ἐδάφη PFlor.l.c., ἀρότρῳ ... γῆν Nil.M.79.989A, cf. PFlor.331.7 (II d.C.), PMil.Vogl.305.95 (II d.C.), Mac.Magn.Apocr.4.11, Eust.Op.139.56
en v. pas. prov. γᾶν αὐλακισμέναν ἀροῦν arar la tierra arada Pratin.5.
2 fig. de una estrella fugaz surcar, dejar un rastro εἰ ἀστὴρ εἰς τὸν οὐρανὸν διατρέχων αὐλακίζει ... κίνδυνον σημαίνει Cat.Cod.Astr.8(3).182.4.