ἀγορητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_14)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγορητός''': μόνον τὸ ὑπερθ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχίῳ, «ἀγορητότατος», [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει «λογιώτατος.»
|lstext='''ἀγορητός''': μόνον τὸ ὑπερθ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχίῳ, «ἀγορητότατος», [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει «λογιώτατος.»
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene más que palabrería]], [[charlatán]] Hsch.s.u. ἀγορητότατος.<br /><b class="num">2</b> [[mercante]] ἀγορετοὺς ὁλκάδας <i>EM</i> α 187.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀγορητός: μόνον τὸ ὑπερθ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχίῳ, «ἀγορητότατος», ὅπερ ἑρμηνεύει «λογιώτατος.»

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que no tiene más que palabrería, charlatán Hsch.s.u. ἀγορητότατος.
2 mercante ἀγορετοὺς ὁλκάδας EM α 187.