ἀβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_14)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβρόντητος''': ὁ μὴ [[ἐμβρόντητος]] ἢ [[ἔκπληκτος]] ἢ [[παράφρων]]. Ἀμφιλ. σ. 7.
|lstext='''ἀβρόντητος''': ὁ μὴ [[ἐμβρόντητος]] ἢ [[ἔκπληκτος]] ἢ [[παράφρων]]. Ἀμφιλ. σ. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />prob. [[loco]], [[desquiciado]] del diablo ὁ δυσμενὴς καὶ [[ἀβρόντητος]] Amph.<i>Or</i>.1.127.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρόντητος: ὁ μὴ ἐμβρόντητοςἔκπληκτοςπαράφρων. Ἀμφιλ. σ. 7.

Spanish (DGE)

-ον
prob. loco, desquiciado del diablo ὁ δυσμενὴς καὶ ἀβρόντητος Amph.Or.1.127.