διαρτίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(6_14) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρτίζω''': μορφώνω, [[σχηματίζω]], Ἑβδ. (Ἰω. λγ΄, 6)· ὁμιλῶ [[πρεπόντως]], ἁρμοδίως, Ἡσύχ. | |lstext='''διαρτίζω''': μορφώνω, [[σχηματίζω]], Ἑβδ. (Ἰω. λγ΄, 6)· ὁμιλῶ [[πρεπόντως]], ἁρμοδίως, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[formar]], [[moldear]] ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ [[ἐγώ]] LXX <i>Ib</i>.33.6, cf. Hsch., Sud.δ 737, en v. pas. οἱ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] πηλοῦ διηρτισμένοι Gr.Naz.M.35.876A.<br /><b class="num">2</b> [[hablar convenientemente]] Hsch.s.u. διαρτίζων.<br /><b class="num">3</b> en v. med. διαρτίζεται· ὁρμᾷ Sud. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A mould, form, LXXJb.33.6; speak fitly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 601] zurecht machen, gestalten, VLL., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτίζω: μορφώνω, σχηματίζω, Ἑβδ. (Ἰω. λγ΄, 6)· ὁμιλῶ πρεπόντως, ἁρμοδίως, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
1 formar, moldear ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ ἐγώ LXX Ib.33.6, cf. Hsch., Sud.δ 737, en v. pas. οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ διηρτισμένοι Gr.Naz.M.35.876A.
2 hablar convenientemente Hsch.s.u. διαρτίζων.
3 en v. med. διαρτίζεται· ὁρμᾷ Sud.