ξυνωνός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῡνωνός''': ὁ, = [[κοινωνός]], Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68. | |lstext='''ξῡνωνός''': ὁ, = [[κοινωνός]], Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυνωνός]], ὁ (ΑΜ)<br />[[κοινωνός]], [[μέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνών]]. Οι τ. [[ξυνών]], [[ξυνωνός]], [[ξυνωνία]] [[είναι]] ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους [[κοινών]], [[κοινωνός]], [[κοινωνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κοινωνός, Theognost. Can.68.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνός: ὁ, = κοινωνός, Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68.
Greek Monolingual
ξυνωνός, ὁ (ΑΜ)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία.