καλλιρόας: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(6_14)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιρόας''': ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον [[ποτὶ]] καλλιρόαν [[αὐτόθι]] 96.
|lstext='''καλλιρόας''': ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον [[ποτὶ]] καλλιρόαν [[αὐτόθι]] 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιρόας]], ὁ (Α)<br />ο [[καλλίρρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοή</i>, <b>[[πρβλ]].</b> δωρ. τ. <i>ῥοά</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακαμαντο</i>-<i>ρόας</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρόας: ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον ποτὶ καλλιρόαν αὐτόθι 96.

Greek Monolingual

καλλιρόας, ὁ (Α)
ο καλλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ροας (< ῥοή, πρβλ. δωρ. τ. ῥοά < ῥέω), πρβλ. ακαμαντο-ρόας].