σκορπίων: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπίων''': ὁ, = [[σκορπίος]] V, Γλωσσ.
|lstext='''σκορπίων''': ὁ, = [[σκορπίος]] V, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[είδος]] πολεμικής μηχανής, ο [[σκορπιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεφαν</i>-<i>ίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, = σκορπίος 4, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίων: ὁ, = σκορπίος V, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
είδος πολεμικής μηχανής, ο σκορπιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίων (πρβλ. στεφαν-ίων)].