καλλικόμας: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλικόμας''': ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080. | |lstext='''καλλικόμας''': ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.