μαλακαίπους: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds délicats.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκαίπους Medium diacritics: μαλακαίπους Low diacritics: μαλακαίπους Capitals: ΜΑΛΑΚΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: malakaípous Transliteration B: malakaipous Transliteration C: malakaipous Beta Code: malakai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους,

   A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.