λαχανεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαχανεύς''': ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf. | |lstext='''λαχανεύς''': ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαχανεύς]], -έως, ὁ (Α) [[λάχανον]]<br />[[λαχανοπώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = λαχανοπώλης, Id.Proll.ad Hes.p.5 G.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, der Gemüsegärtner, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαχανεύς: ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
λαχανεύς, -έως, ὁ (Α) λάχανον
λαχανοπώλης.