δεινοκάθεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεινοκάθεκτος''': ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, [[δυσκάθεκτος]], Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6. | |lstext='''δεινοκάθεκτος''': ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, [[δυσκάθεκτος]], Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[difícil de reprimir]], [[incontenible]] Φύσις Orph.<i>H</i>.10.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to be repressed, Orph.H.10.6.
German (Pape)
[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.