αἰσχρουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274. | |lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br />[[felador]] κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249<br /><b class="num">•</b>[[indecente]] ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
όν,
A obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.
Spanish (DGE)
-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
•indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.