Ἀριμασποί: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_15) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀριμασποί''': οἱ, Σκυθικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα οἱ «μονόφθαλμοι» κατὰ τὸν Ἡρόδ. 4. 27, [[ὅστις]] λέγει ὅτι ἄρισμα = ἓν καὶ [[σποῦ]] = [[ὀφθαλμός]] (ἴδε Rawlinson, 3, σ. 197)· ἐν ᾧ ὁ Εὐστ. εἰς Διον. Π. 31 λέγει ὅτι ἄρι = ἓν καὶ μασπὸς = [[ὀφθαλμός]]· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 805 καλοῦνται ἱπποβάμονες. | |lstext='''Ἀριμασποί''': οἱ, Σκυθικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα οἱ «μονόφθαλμοι» κατὰ τὸν Ἡρόδ. 4. 27, [[ὅστις]] λέγει ὅτι ἄρισμα = ἓν καὶ [[σποῦ]] = [[ὀφθαλμός]] (ἴδε Rawlinson, 3, σ. 197)· ἐν ᾧ ὁ Εὐστ. εἰς Διον. Π. 31 λέγει ὅτι ἄρι = ἓν καὶ μασπὸς = [[ὀφθαλμός]]· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 805 καλοῦνται ἱπποβάμονες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἀριμασποί:''' οἱ (тж. Ἀριμασπὸς [[στρατός]] Aesch.), аримаспы (баснословное племя одноглазых людей) Her., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ, Scythian word, meaning
A one-eyed, derived by Hdt. 4.27 from ἄριμα = ἕν, σποῦ = ὀφθαλμός; by Eust.ad D.P.31 from ἀρί = ἕν, μασπός = ὀφθαλμός : Ἀ. ἱπποβάμων A.Pr.805.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀριμασποί: οἱ, Σκυθικὴ λέξις σημαίνουσα οἱ «μονόφθαλμοι» κατὰ τὸν Ἡρόδ. 4. 27, ὅστις λέγει ὅτι ἄρισμα = ἓν καὶ σποῦ = ὀφθαλμός (ἴδε Rawlinson, 3, σ. 197)· ἐν ᾧ ὁ Εὐστ. εἰς Διον. Π. 31 λέγει ὅτι ἄρι = ἓν καὶ μασπὸς = ὀφθαλμός· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 805 καλοῦνται ἱπποβάμονες.
Russian (Dvoretsky)
Ἀριμασποί: οἱ (тж. Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.), аримаспы (баснословное племя одноглазых людей) Her., Aesch.