νεόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_15)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόκροτος''': ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.
|lstext='''νεόκροτος''': ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόκροτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έγινε [[αποδεκτός]] με νέα [[επιδοκιμασία]] («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκροτος Medium diacritics: νεόκροτος Low diacritics: νεόκροτος Capitals: ΝΕΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: neókrotos Transliteration B: neokrotos Transliteration C: neokrotos Beta Code: neo/krotos

English (LSJ)

ον,

   A greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.

Greek Monolingual

νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύ-κροτος)].