πυρίβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίβρωτος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.
|lstext='''πῠρίβρωτος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θηρό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>σκωληκό</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβρωτος Medium diacritics: πυρίβρωτος Low diacritics: πυρίβρωτος Capitals: ΠΥΡΙΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pyríbrōtos Transliteration B: pyribrōtos Transliteration C: pyrivrotos Beta Code: puri/brwtos

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω)

   A devoured by fire, Str.17.1.27.

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, σκωληκό-βρωτος].