κυρτοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυρτοκάπηλος''': ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180. | |lstext='''κυρτοκάπηλος''': ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυρτοκάπηλος]], ὁ (Α)<br />ο [[πωλητής]] κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[κάπηλος]], <i>οινο</i>-[[κάπηλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.
Greek Monolingual
κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο-κάπηλος, οινο-κάπηλος)].