ὑπομόχθηρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομόχθηρος''': -ον, [[ἀρκούντως]] [[μοχθηρός]], τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, [[ἄλλο]] μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «[[ὑπομόχθηρος]], ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» [[Πολυδ]]. Β΄, 109. | |lstext='''ὑπομόχθηρος''': -ον, [[ἀρκούντως]] [[μοχθηρός]], τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, [[ἄλλο]] μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «[[ὑπομόχθηρος]], ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» [[Πολυδ]]. Β΄, 109. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu méchant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μοχθηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A baddish, rather hard, Com.Adesp.476; ἔριον Philostr.Im.2.28; of a word, Poll.2.109.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομόχθηρος: -ον, ἀρκούντως μοχθηρός, τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, ἄλλο μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «ὑπομόχθηρος, ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» Πολυδ. Β΄, 109.