καλοΰφαντος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_16) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλοΰφαντος''': -ον, [[καλῶς]] ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον. | |lstext='''καλοΰφαντος''': -ον, [[καλῶς]] ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=καλοΰφαντος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A beautifully woven, Sch.rec.S.Tr.602.
Greek (Liddell-Scott)
καλοΰφαντος: -ον, καλῶς ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον.
Greek Monolingual
καλοΰφαντος, -ον (Α)
αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος.