παράστραβος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράστρᾰβος''': -ον, ἀλλοίθωρος, πλαγίως βλέπων, «τινὲς δὲ ὅτι [[ἔπιλλος]] ὁ [[παράστραβος]]» Εὐστ. 206. 29., ἴδε [[ἔπιλλος]]. | |lstext='''παράστρᾰβος''': -ον, ἀλλοίθωρος, πλαγίως βλέπων, «τινὲς δὲ ὅτι [[ἔπιλλος]] ὁ [[παράστραβος]]» Εὐστ. 206. 29., ἴδε [[ἔπιλλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[αλλήθωρος]], με ελαφρό αλληθωρισμό, με μικρό στραβισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στραβός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a slight squint, PSI9.1028.8 (i A. D.), Eust. 206.29.
German (Pape)
[Seite 500] seitwärts schielend, bei Eust. 206, 29 Erkl. von ἔπιλλος.
Greek (Liddell-Scott)
παράστρᾰβος: -ον, ἀλλοίθωρος, πλαγίως βλέπων, «τινὲς δὲ ὅτι ἔπιλλος ὁ παράστραβος» Εὐστ. 206. 29., ἴδε ἔπιλλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αλλήθωρος, με ελαφρό αλληθωρισμό, με μικρό στραβισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στραβός.