δυσμάσητος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμάσητος''': -ον, δυσκόλως μασώμενος, [[κρέας]] Γαλην. 8, 782.
|lstext='''δυσμάσητος''': -ον, δυσκόλως μασώμενος, [[κρέας]] Γαλην. 8, 782.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμάσητος Medium diacritics: δυσμάσητος Low diacritics: δυσμάσητος Capitals: ΔΥΣΜΑΣΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmásētos Transliteration B: dysmasētos Transliteration C: dysmasitos Beta Code: dusma/shtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A hard to chew, Gal. 16.760.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμάσητος: -ον, δυσκόλως μασώμενος, κρέας Γαλην. 8, 782.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.