μαλακόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_17)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόσαρκος''': -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.
|lstext='''μᾰλᾰκόσαρκος''': -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακή [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[σάρκα]]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόσαρκος Medium diacritics: μαλακόσαρκος Low diacritics: μαλακόσαρκος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: malakósarkos Transliteration B: malakosarkos Transliteration C: malakosarkos Beta Code: malako/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A with soft flesh, ζῷα Arist.HA486b9; οἱ μ. Id.de An.421a26, cf. Diocl.Fr.135 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόσαρκος: -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει μαλακή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σάρκα].