λευκόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόφλοιος''': -ον, ἔχων λευκὸν φλοιόν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 649D. | |lstext='''λευκόφλοιος''': -ον, ἔχων λευκὸν φλοιόν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 649D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκόφλοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] φλοιό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with white husk, cj. in Posidon.3 J.; cf. λευκόφαιος.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißer Rinde, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφλοιος: -ον, ἔχων λευκὸν φλοιόν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 649D.
Greek Monolingual
λευκόφλοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό φλοιό.