πορφυρόνωτος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_18)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.
|lstext='''πορφῠρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «[[φᾶρος]] πορφυρόνωτον» — [[ένδυμα]] με πορφυρό [[χρώμα]] στην [[πλάτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>νωτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόνωτος Medium diacritics: πορφυρόνωτος Low diacritics: πορφυρόνωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyrónōtos Transliteration B: porphyronōtos Transliteration C: porfyronotos Beta Code: porfuro/nwtos

English (LSJ)

ον,

   A purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» — ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό-νωτος)].